- αντιπάσχω
- ἀντιπάσχω (AM)μσν.υφίσταμαι κάτι συμμετέχοντας στα παθήματα άλλουαρχ.1. υποφέρω με τη σειρά μου, παθαίνω κακό μετά από κακό που προξένησα2. ευεργετούμαι για ευεργεσία που έκανα3. είμαι ανάλογος προς κάποιον άλλο4. είμαι αντίθετης φύσης με κάτι5. «λόγος ἀντιπεπονθώς» — ο αντιστρόφως ανάλογος6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντιπεπονθόςαμοιβαιότητα7. τὰ ἀντιπεπονθόταρήματα αυτοπαθή8. επίρρ. ἀντιπεπονθότωςαμοιβαία.
Dictionary of Greek. 2013.